φώκια

φώκια
Πτερυγιόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η κοινή φ. (phoca vitulina) έχει ωοειδές κεφάλι, ζωηρά μάτια, επάνω χείλος μεγάλο και αρκετά ευκίνητο, εφοδιασμένο με μακριά λευκά μουστάκια. Δεν έχει ωτιαία πτερύγια και η οδοντοφυΐα της αποτελείται από 34 δόντια, κατά μεγάλο μέρος μικρά και μυτερά. Το σώμα είναι ατρακτοειδές και το αρσενικό φτάνει σε μήκος περίπου το 1,80 μ., ενώ το θηλυκό, όπως και στα άλλα πτερυγιόποδα, είναι μικρότερο. Τα μπροστινά άκρα έχουν μετατραπεί σε κολυμβητικά πτερύγια και καταλήγουν σε 5 πλατιά δάκτυλα, εφοδιασμένα με νύχια, ενώ τα οπίσθια άκρα εκτείνονται προς τα πίσω και φτάνουν πέρα από την κοντή ουρά. Το σώμα της φ. καλύπτεται από σκληρές και στιλπνές τρίχες και έχει χρώμα γκριζοκιτρινωπό με μαύρες βούλες στα ανώτερα τμήματα και λευκωπό με σκούρες βούλες στην κοιλιά. Το θηλυκό, ύστερα από κύηση 9½ μηνών, γεννά ένα ή δύο μικρά, τα οποία θηλάζει για περίπου 2 μήνες. Η φ. είναι διαδεδομένη κοντά στις ακτές του Βόρειου παγωμένου ωκεανού και κυρίως του βόρειου Ατλαντικού, κάποιες μάλιστα φτάνουν μερικές φορές στη Μεσόγειο. Ζει κατά κοπάδια και κολυμπάει με μεγάλη ικανότητα, αναζητώντας ψάρια, μαλάκια και καρκινοειδή με τα οποία τρέφεται. Έξω από το νερό κινείται αδέξια και ανάλογα με τις περιστάσεις ουρλιάζει, γαυγίζει ή μουγγρίζει. Το πτερυγιόποδο αυτό είναι περιζήτητο γιατί, εκτός από τη γούνα του, προσφέρει το υποδόρειο λίπος και το κρέας του, που το χρησιμοποιούν ως τροφή μερικοί πληθυσμοί. Η φ. της Γροιλανδίας (phoca groenlandica) είναι λίγο μεγαλύτερη από την κοινή και, σε αντίθεση με αυτήν, ζει κατά προτίμηση στους πάγους των αρκτικών θαλασσών που επιπλέουν και μεταναστεύει από Β προς Ν και αντίστροφα. Η φ. η δασύτριχη (phoca hispida) ζει στις θάλασσες του ακραίου Β, από τις οποίες σπάνια απομακρύνεται. Η φ. αυτή ονομάζεται και δακτυλιωτή, επειδή η ράχη της καλύπτεται με βούλες σε σχήμα δακτυλίου. Το κρέας της, που έχει μια δυσάρεστη μυρωδιά, χρησιμοποιείται ως τροφή από τους Εσκιμώους. Ο μοναχός ή φ. ο μοναχός (monachus albiventer) έχει ομοιόμορφο γκρίζο χρώμα στη ράχη και λευκό στην κοιλιά. Αυτός ταξινομείται στην υποοικογένεια των μοναχινών, που διακρίνεται από τους φωκίδες, γιατί έχει μόνο 32 δόντια και υποτυπώδη νύχια. Η φ. αυτή ζει στον Εύξεινο Πόντο, στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό. Η φώκια είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη προπάντων στις βορειότερες θάλασσες (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
[φώκη]
1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία υδρόβιων σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας φωκίδες, τής τάξης πτερυγιόποδα, με παγκόσμια εξάπλωση (α. «κοινή φώκια» β. «γροιλανδική φώκια» γ. «δικτυωτή φώκια» δ. «μεσογειακή φώκια» ή «φώκια μοναχός»)
2. μτφ. (σκωπτικά) γυναίκα χοντρή, δυσκίνητη και άσχημη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φώκια — η 1. (ζωολ.), γένος σαρκοφάγων αμφίβιων θηλαστικών πτερυγιόποδων της οικογένειας Φωκίδες με ογκώδες μακρουλό σώμα (μήκους 1,50 2 μ.), που καλύπτεται από κοντές στιλπνές τρίχες, με κεφάλι μακρουλό και πολύ ευκίνητο, με αυτιά χωρίς πτερύγια, κοντό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονάχους-μονάχους, μεσογειακή φώκια — Σπάνιο είδος φώκιας που ανήκει στο γένος των μοναχών μαζί με τα είδη Monachus tropicalis (μοναχός της Καραϊβικής) και Monachus schauinslandi (μοναχός της Χαβάης). Τα είδη αυτά εντοπίζονται σε θερμές περιοχές της Γης και αντιμετωπίζουν σοβαρά… …   Dictionary of Greek

  • Φωκίας — Φωκίᾱς , Φώκιος fem acc pl Φωκίᾱς , Φώκιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гавдос — греч. Γαύδος …   Википедия

  • Φωκίδα — η / Φωκίς, ίδος, ΝΑ περιοχή τής Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές τού Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά τής Βοιωτίας, η χώρα τών Φωκέων αρχ. 1. είδος αχλαδιού 2. (με σημ. επιθ.) φωκική. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο σχηματισμένο κατά τα Αἰολίς, Δωρίς,… …   Dictionary of Greek

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • ένυδρις — ἔνυδρις και ἐνυδρίς, η (AM) 1. υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή φώκια τής θάλασσας 2. νεροφίδα …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • κάμπια — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 341 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 35 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων του νομού Ευβοίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 165 μ …   Dictionary of Greek

  • καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”